- πίρωμις
- πίρωμις, ὁ, Egypt.word,A = καλὸς κἀγαθός, Hdt.2.143 (pi romi 'the man').
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πίρωμις — pi romi nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίρωμις — ώμιος, ὁ, Α ο ωραίος στο σώμα και στην ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μάλλον αιγυπτιακής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
πιρώμιος — πίρωμις pi romi gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίρωμιν — πίρωμις pi romi acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)